- συνάγω
- ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.)2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει συνάξει αμύθητα πλούτη» β. «συνάγων τὰς εἰσφοράς», Αριστοτ.)3. φέρνω κοντά δύο πρόσωπα ή δύο πράγματα, συνενώνω4. συγκομίζω, μαζεύω («τὰ χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν συνῆγον», Ξεν.)5. μτφ. συμπεραίνω, εξάγω συμπεράσματα από δεδομένα (α. «είναι εσφαλμένη η γνώμη που έχετε συναγάγει» β. «ἐνδέχεται δὲ συλλογίζεσθαι καὶ συνάγειν τὰ μὲν ἐκ συλλελογισμένων πρότερον, τὰ δ' ἐξ ἀσυλλογίστων», Αριστοτ.)νεοελλ.(το παθ. συν. ως τριτοπρόσ.) συνάγεταιπροκύπτει, προκύπτει το συμπέρασμαμσν.-αρχ.υπολογίζω, συμποσώ («ἐκ τοῡ συλλογισμοῡ τῶν ἐτῶν τοῡτο συνάγεται τὸ πλῆθος», Διον. Αλ.)αρχ.1. συγκαλώ, καλώ στο ίδιο μέρος (α. «οἱ νόμοι συνήγαγον ὑμᾱς, ἵνα...», Δημοσθ.β. «συνάγειν πανηγύρεις», Iσοκρ.)2. ενεργώ ώστε να συμπλακούν κάποιοι3. (αμτβ.) συμπλέκομαι, έρχομαι σε σύγκρουση («συναγαγὼν ἐκ μεταβολῆς ὁ Φιλοποίμην αὐτῷ καὶ πατάξας τῷ δόρατι καιρίως», Πολ.)4. (σχετικά με μάχη) εγείρω («οἶμαι δὲ καὶ τὸν πόλεμον θεῶν τινα συναγαγεῑν», Ισοκρ.)5. (σχετικά με πρόσ.) ενώνω («τὸ κακὸν σέ τε κἀμὲ συνάγει», Ευρ.)6. συμφιλιώνω7. συνδέω πρόσωπα σε μυθολογικά έργα («Σειληνὸν καὶ Μαρσύαν... συνάγειν εἰς ἕν», Στράβ.)8. περιμαζεύω κάποιον στο σπίτι μου, φιλοξενώ («ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με», ΚΔ)9. (για ιστοριογράφο) συναθροίζω και καταγράφω σε έργο («ἕτεροι δὲ τὰς πράξεις τὰς ἐν πολέμοις συναγαγεῑν ἠβουλήθησαν», Ισοκρ.)10. τραβώ τα άκρα πράγματος ώστε να συναντηθούν («Αἴας δὲ...δεξιὸν κέρας πρὸς τὸ λαιὸν ξυνᾱγε», Ευρ.)11. (σχετικά με πράγματα που έχουν κάποια απόσταση μεταξύ τους) κάνω ώστε να πλησιάσουν, μαζεύω (α. «συνάγειν τὰς ὀφρῡς», Σοφ.β. «συνάγειν τὰ σκέλη πρὸς ἄλληλα», Σωρ.)12. φέρνω κοντά τα άκρα ανοίγματος, στενεύω («συνάγεται καὶ διοίγεται ὁ φάρυγξ», Αριστοτ.)13. συσφίγγω («πεφυκότος τοῡ θερμοῡ συνάγειν καὶ τονοῡν τὴν γαστέρα», Γαλ.)14. περιορίζω σε μικρό χώρο («ξυναγαγὼν καὶ αὐτὸς εἰς τετράγωνον τάξιν τοὺς ὁπλίτας», Θουκ.)15. μτφ. πιέζω, εξαναγκάζω («συνάγειν τινὰς ἐς κίνδυνον ἔσχατον», Αππ.)16. (για ακέραιο αριθμό) αποδίδω ένα κλάσμα17. παρασύρω («συνάγεται τᾷ περιφορᾷ», Τίμ.)18. φέρω, επιφέρω («τὸ τέλος τῆς νίκης συνάγειν», Αππ.)19. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνηγμένος, -η, -ον(για συγγραφέα) ακριβής και βραχυλογικός ως προς το ύφος20. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ὁ συνηγμένος(ενν. ἀριθμός) α) το πολλαπλάσιοβ) ο αριθμός που δίνει πηλίκο21. φρ. α) «συνάγω εἰς χεῑρας» — συμπλέκομαι (Πλουτ.)β) «γάμους συνάγειν» — συνάπτω γάμο (Ξεν.)γ) «συνάγω ἑαυτόν»i) ανακτώ τις αισθήσεις μου, συνέρχομαιii) (για φίδι) κουλουριάζομαι (Αριστοτ.)δ) «συνάγω τὰ ὦτα»(για σκύλο) σηκώνω τα αφτιά (Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἄγω «οδηγώ». Ο νεοελλ. τ. συνάζω από τον νεώτ. αόρ. (ε)σύναξα κατά το σχήμα έφραξα: φράζω].
Dictionary of Greek. 2013.